- ἔραται
- ἔρᾱται, [ per.] 3sg. subj. (also ind. in Theoc.) of ἔραμαι ; but [full] ἐρᾶται, ind. [voice] Pass. of ἐράω.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐραταί — ἐρατός lovely fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρατᾶι — ἐρατᾷ , ἐρατός lovely fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρᾶται — ἔραμαι love pres subj mp 3rd sg (doric) ἐράομαι love pres subj mp 3rd sg ἐράομαι love pres ind mp 3rd sg ἐράω 1 love pres subj mp 3rd sg ἐράω 1 love pres ind mp 3rd sg ἐράω 2 pour forth pres subj mp 3rd sg ἐράω 2 pour forth pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔραται — ἔραμαι love pres ind mp 3rd sg ἔρᾱται , ἐράομαι love pres ind mp 3rd sg (attic) εἴρω fasten together in rows perf ind mp 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έραμαι — ἔραμαι (Α) 1. νιώθω ερωτική επιθυμία («ἠράσθη τῆς ἑωυτοῡ γυναικός», Ηρόδ.) 2. επιθυμώ υπερβολικά κάτι («ὃς πολέμου ἔραται ἐπιδημίου», Ομ. Ιλ.) 3. επιθυμώ πολύ («ἀνδρῶν τυράννων κῆδος ἠράσθη λαβεῑν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το ρ. έραμαι όσο και ο ιων … Dictionary of Greek